αξόδιαστος

αξόδιαστος
(I)
-η, -ο
1. ο αξόδευτος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «ξοδεύω»].
————————
(II)
-η, -ο
αυτός που θάφτηκε χωρίς ξόδι, που δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «κηδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξόδευτος — η, ο επίρρ. α και αξόδιαστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν πουλήθηκε: Έχει στο μαγαζί του πολύ πράμα αξόδευτο. 2. αυτός που δε δαπανήθηκε: Τα χρήματα που πήρα τα χω σχεδόν αξόδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”